σκορπίσει

σκορπίσει
σκόρπισις
reduction to powder
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
σκορπίσεϊ , σκόρπισις
reduction to powder
fem dat sg (epic)
σκόρπισις
reduction to powder
fem dat sg (attic ionic)
σκορπίζω
scatter
aor subj act 3rd sg (epic)
σκορπίζω
scatter
fut ind mid 2nd sg
σκορπίζω
scatter
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αίτνα — I Ενεργό ηφαίστειο της νότιας Ιταλίας, του οποίου ο κώνος (3.340 μ.) υψώνεται κοντά στην ανατολική ακτή της Σικελίας, Β ΒΔ της Κατάνης. Οι διαδοχικές εκρήξεις του έχουν δημιουργήσει πολλούς ηφαιστειακούς κρατήρες, από τους οποίους διατηρούνται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”